ἀρτάβη: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτάβη]], η (Α)<br />[[είδος]] περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. '<i>rdb</i> και το μτγν. βαβυλ. <i>αrdαbu</i>. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη [[άποψη]] η λ. [[είναι]] αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. <i>ŗd</i>-<i>bα</i>-. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και [[μάλιστα]] [[πριν]] επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη [[γλώσσα]] της αυτοκρατορίας].
|mltxt=[[ἀρτάβη]], η (Α)<br />[[είδος]] περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. '<i>rdb</i> και το μτγν. βαβυλ. <i>αrdαbu</i>. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη [[άποψη]] η λ. [[είναι]] αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. <i>ŗd</i>-<i>bα</i>-. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και [[μάλιστα]] [[πριν]] επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη [[γλώσσα]] της αυτοκρατορίας].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτάβη:''' [ᾰ], ἡ, Περσική [[μονάδα]] όγκου, [[αρτάβη]], = 1 [[μέδιμνος]] και 3 χοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτάβη Medium diacritics: ἀρτάβη Low diacritics: αρτάβη Capitals: ΑΡΤΑΒΗ
Transliteration A: artábē Transliteration B: artabē Transliteration C: artavi Beta Code: a)rta/bh

English (LSJ)

ἡ, Persian measure,

   A artaba, = 1 medimnus + 3 choenices, Hdt.1.192; or exactly 1 medimnus, Suid., Hsch.    II Egvptian measure of capacity, varying from 24 to 42 χοίνικες, OGI90.30 (Rosetta), PLond.2.265 (i A. D.), POxy.9v8 (iii/iv A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτάβη: ἡ, μέτρον Περσικὸν χωροῦν κατὰ τὸν Ἡρόδ. ἕνα μέδιμνον Ἀττικὸν καὶ τρεῖς χοίνικας, ἡ δὲ ἀρτάβη, μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικῆς πλεῖον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι Ἡρόδ. 1. 192· κατὰ Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. «ἀρτάβη· μέτρον Μηδικὸν σίτου, Ἀττικὸς μέδιμνος». - Ὑπάρχει ὡσαύτως καὶ Αἰγυπτία ἀρτάβη = Ἀττ. μετρητῇ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 30, 4862 β, Ἐπιγρ. Κυρήν. αὐτόθι 5109 πρβλ. Sturz Μακεδ. Διαλ. σ. 87, Rawlinson Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
artabe, mesure persane de 1 médimne et 3 chénices attiques, environ 56 litres.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
artaba
1 medida persa de capacidad (1 medimno y 3 quénices) equivalente a 201 cótilas, unos 56 litros, Hdt.1.192
equivalente a 192 cótilas (1 medimno), Polyaen.4.3.32, Hsch., Sud.
2 medida egipcia de capacidad que oscila entre 24 y 42 quénices, equivalente a unos 39 litros, Plb.5.89.4, PCair.Zen.113.5, 124.7 (III a.C.), IPh.12bis.5 (II a.C.), OGI 90.30 (Roseta), PLond.24ue.18 (II a.C.), PIFAO 1.1.12 (I d.C.), PVindob.Salomons 5.18 (II d.C.), POxy.9ue.8, 9 (III/IV d.C.), PMasp.6ue.102 (IV d.C.), Epiph.Const.Mens.M.43.272B, Isid.Etym.16.26.16.

• Etimología: Préstamo quizá de origen iranio cf. aram. ’rdb, babilonio ardabu, elam. irtiba.

Greek Monolingual

ἀρτάβη, η (Α)
είδος περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. 'rdb και το μτγν. βαβυλ. αrdαbu. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη η λ. είναι αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. ŗd--. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και μάλιστα πριν επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας].

Greek Monotonic

ἀρτάβη: [ᾰ], ἡ, Περσική μονάδα όγκου, αρτάβη, = 1 μέδιμνος και 3 χοίνικες, σε Ηρόδ.