μακροτέρως: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακροτέρως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> για πολύ, για περισσότερο χρόνο<br /><b>2.</b> σε μεγαλύτερο, σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>3.</b> στο απώτερο [[σημείο]] («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι [[μακροτέρως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρότερος</i>, συγκρ. του [[μακρός]].
|mltxt=[[μακροτέρως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> για πολύ, για περισσότερο χρόνο<br /><b>2.</b> σε μεγαλύτερο, σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>3.</b> στο απώτερο [[σημείο]] («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι [[μακροτέρως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρότερος</i>, συγκρ. του [[μακρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακροτέρως:''' συγκρ. επίρρ. του [[μακρός]], πέρα, [[περαιτέρω]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτέρως Medium diacritics: μακροτέρως Low diacritics: μακροτέρως Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩΣ
Transliteration A: makrotérōs Transliteration B: makroterōs Transliteration C: makroteros Beta Code: makrote/rws

English (LSJ)

Adv. Comp. of μακρός,

   A for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:

Greek (Liddell-Scott)

μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Greek Monotonic

μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.