περικάδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(32)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[περικήδομαι]].
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[περικήδομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάδομαι Medium diacritics: περικάδομαι Low diacritics: περικάδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΑΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikádomai Transliteration B: perikadomai Transliteration C: perikadomai Beta Code: perika/domai

English (LSJ)

Dor. for -κήδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.

English (Slater)

περικᾱδομαι
   1 care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.

Greek Monotonic

περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.