συνθεωρέω: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> contempler ensemble;<br /><b>2</b> faire partie d’une députation de théores avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θεωρέω]] II. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> contempler ensemble;<br /><b>2</b> faire partie d’une députation de théores avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θεωρέω]] II. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνθεωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μετέχω]] ως <i>θεωρὸς</i> σε, θρησκευτική [[αποστολή]], [[πορεύομαι]] μαζί πηγαίνοντας σε [[γιορτή]] ή [[πανηγύρι]], σε Λυσ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι . . τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.). II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d’une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.
Greek Monotonic
συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.