θαέομαι: Difference between revisions
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαέομαι]] (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[θεάομαι]], -ώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θηέομαι]], ιων. τ. του <i>θεά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, (<b>βλ. λ.</b> <i>θέα</i>)). | |mltxt=[[θαέομαι]] (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[θεάομαι]], -ώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θηέομαι]], ιων. τ. του <i>θεά</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ώμαι</i>, (<b>βλ. λ.</b> <i>θέα</i>)). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾱέομαι:''' Δωρ. αντί [[θηέομαι]] (Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. <i>θάησαι</i>, σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. for θηέομαι (Ion. form of θεάομαι), Pi.P.8.45: aor. 1
A θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. θάησαι Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. αστ;θάομαι.
German (Pape)
[Seite 1181] dor. = θεάομαι; Pind. P. 8, 45; θαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. θηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. θάομαι, die Grundform, wie auch θαητός.
Greek (Liddell-Scott)
θᾱέομαι: Δωρ. ἀντὶ θηέομαι (Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.
English (Slater)
θᾱέομαι
1 observe “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)
Greek Monolingual
θαέομαι (Α)
(δωρ. τ.) θεάομαι, -ώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θηέομαι, ιων. τ. του θεά-ομαι, -ώμαι, (βλ. λ. θέα)).
Greek Monotonic
θᾱέομαι: Δωρ. αντί θηέομαι (Ιων. τύπος του θεάομαι), σε Πίνδ., Θεόκρ.· αόρ. αʹ προστ. θάησαι, σε Ανθ. Π.