ἐντριτωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντριτωνίζω]] (Α)<br />(σκωπτικώς) [[ανακατώνω]] [[τρία]] μέρη νερού και δύο κρασιού ([[λογοπαίγνιο]] με το όνομα [[Τριτογενής]] στον <b>Αριστοφ.</b> Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).
|mltxt=[[ἐντριτωνίζω]] (Α)<br />(σκωπτικώς) [[ανακατώνω]] [[τρία]] μέρη νερού και δύο κρασιού ([[λογοπαίγνιο]] με το όνομα [[Τριτογενής]] στον <b>Αριστοφ.</b> Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρῑτωνίζω:''' (ἐν, [[τρίτος]]), [[ανακατεύω]] [[τρία]] μέρη νερού με [[δύο]] μέρη κρασιού· [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα ἡ [[Τριτογενής]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐτωνίζω Medium diacritics: ἐντριτωνίζω Low diacritics: εντριτωνίζω Capitals: ΕΝΤΡΙΤΩΝΙΖΩ
Transliteration A: entritōnízō Transliteration B: entritōnizō Transliteration C: entritonizo Beta Code: e)ntritwni/zw

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1189,

   A to third with water, i.e. to mix three parts of water with two of wine, with a pun on Τριτογενής.

German (Pape)

[Seite 858] von Ar. Equ. 1189 komisch gebildetes Wort, mit Anspielung auf τρία u. Τριτογένεια, die Mischung besorgen, wo drei Maaß Wasser zu zwei Maaß Wein genommen wurden, Voß: »die Drittelung besorgen«.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῑτωνίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189, ἀναμιγνύω τρία μέρη ὕδατος μετὰ δύο μερῶν οἴνου, - μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος ἡ Τριτογενής.

French (Bailly abrégé)

mettre trois cinquièmes d’eau.
Étymologie: ἐν, avec jeu de mots entre τρίτος et Τριτωνίς.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐτωνίζω)
hacer una tripartición, dividir en tres partes ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν la Tritogenia lo tripartió c. juego de palabras sobre Τριτογενής y la mezcla de tres partes de agua con dos de vino, Ar.Eq.1189.

Greek Monolingual

ἐντριτωνίζω (Α)
(σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).

Greek Monotonic

ἐντρῑτωνίζω: (ἐν, τρίτος), ανακατεύω τρία μέρη νερού με δύο μέρη κρασιού· λογοπαίγνιο στο όνομα ἡ Τριτογενής, σε Αριστοφ.