ἐντριτωνίζω

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐτωνίζω Medium diacritics: ἐντριτωνίζω Low diacritics: εντριτωνίζω Capitals: ΕΝΤΡΙΤΩΝΙΖΩ
Transliteration A: entritōnízō Transliteration B: entritōnizō Transliteration C: entritonizo Beta Code: e)ntritwni/zw

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1189, to third with water, i.e. to mix three parts of water with two of wine, with a pun on Τριτογενής.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐτωνίζω)
hacer una tripartición, dividir en tres partes ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν la Tritogenia lo tripartió c. juego de palabras sobre Τριτογενής y la mezcla de tres partes de agua con dos de vino, Ar.Eq.1189.

German (Pape)

[Seite 858] von Ar. Equ. 1189 komisch gebildetes Wort, mit Anspielung auf τρία u. Τριτογένεια, die Mischung besorgen, wo drei Maaß Wasser zu zwei Maaß Wein genommen wurden, Voß: »die Drittelung besorgen«.

French (Bailly abrégé)

mettre trois cinquièmes d'eau.
Étymologie: ἐν, avec jeu de mots entre τρίτος et Τριτωνίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐντρῑτωνίζω: шутл. (по созвучию с τρία и Τριτογενής) растритонивать: ἐντριτωνίσαι τὸν οἶνον Arph. смешать две части вина с тремя частями воды.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῑτωνίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189, ἀναμιγνύω τρία μέρη ὕδατος μετὰ δύο μερῶν οἴνου, - μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος ἡ Τριτογενής.

Greek Monolingual

ἐντριτωνίζω (Α)
(σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).

Greek Monotonic

ἐντρῑτωνίζω: (ἐν, τρίτος), ανακατεύω τρία μέρη νερού με δύο μέρη κρασιού· λογοπαίγνιο στο όνομα ἡ Τριτογενής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ἐν, τρίτος
to third with water, i. e. to mix three parts of water with two of wine, —with a pun on ἡ Τριτογενής, Ar.