παραλειπτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλειπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[παραλείπω]], δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ [[παραλειπτέον]] Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ [[παραλειπτέον]] ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 83. | |lstext='''παραλειπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[παραλείπω]], δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ [[παραλειπτέον]] Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ [[παραλειπτέον]] ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. [[περί]] τινος Διόδ. 5. 83. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.