συναντιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[συναντώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>συναντῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]]. | |mltxt=Α<br />[[συναντώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>συναντῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναντιάζω:''' = [[συναντάω]], <i>τινί</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1001] = συναντάω, τινί, Soph. O. R. 804.
Greek (Liddell-Scott)
συναντιάζω: συναντάω, ἐνταῦθά μοι κήρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς... ξυνηντίαζον Σοφοκλ. Ο. Τ. 804.
French (Bailly abrégé)
c. συναντάω.
Greek Monolingual
Α
συναντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συναντῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Greek Monolingual
Α
συναντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συναντῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].
Greek Monotonic
συναντιάζω: = συναντάω, τινί, σε Σοφ.