ἐξιλάσκομαι: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξιλάσκομαι]] (AM) [[ιλάσκομαι]]<br />[[εξευμενίζω]] («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] για να παρασχεθεί [[εξιλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγοράζω]] κάποιο [[σφάλμα]] («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ). | |mltxt=[[ἐξιλάσκομαι]] (AM) [[ιλάσκομαι]]<br />[[εξευμενίζω]] («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] για να παρασχεθεί [[εξιλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγοράζω]] κάποιο [[σφάλμα]] («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξῑλάσκομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. <i>-άσσομαι</i>, αποθ., [[εξιλεώνω]], [[εξευμενίζω]], με Χρησμ. [[παρά]] Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ],
A propitiate, Δία Orac. ap. Hdt.7.141; Ἀπόλλωνα X.Cyr.7.2.19; τὴν θεόν Men.544.6, cf. J.AJ12.2.14; τὴν ὀργήν τινος Plb.1.68.4; τὸ μήνιμα Plu.2.149d. 2 atone for, ἁμαρτίαν IG22.1365,1366:—Pass., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν that which is atoned for by... Pl.Lg.862c. 3 abs., make atonement, περὶ τῶν ψυχῶν, περὶ τῆς ἁμαρτίας, LXXEx.30.15,32.30; ὑπὲρ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ ib.Ez.45.17. [ῐ in Orac. ap. Hdt. l.c.]
German (Pape)
[Seite 882] (s. ἱλάσκω), mit sich aussöhnen, versöhnen, θεόν Orac. bei Her. 7, 141, wie Xen. Cyr. 7, 2, 19 u. Sp., Pol. 1, 68, 4. 3, 112, 9; τὸ μήνιμα τῆς θεοῦ Plut.; τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν Plat. Legg. IX, 862 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑλάσκομαι: μέλλ. -άσομαι ᾰ, Ἐπικ. -άσσομαι, Ἀποθ., ἐξιλεῶ, οὐ δύναται Παλλὰς Δί’ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι Χρησμὸς παρ’ Ἡροδ. 7. 141· Ἀπόλλωνα Ξεν. Κύρ. 7. 2, 19· τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 1. 68. 4· τὸ μήνιμα Πλούτ. 2. 149D. - Παθ., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν, τὸ ἐξιλεωθὲν δι’ ἀποίνων, Πλάτ. Νόμ. 862C. 2) ἀπολύτως, ποιῶ ἐξιλασμούς, περί τινος Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 15, κ. ἀλλ.). ἐν τῷ ἀνωτ. μνημονευθέντι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. τὸ ι βραχὺ.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξιλάσομαι;
se rendre propice : τινα qqn ; apaiser par des sacrifices ou par une expiation, acc..
Étymologie: ἐξ, ἱλάσκομαι.
Greek Monolingual
ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐξῑλάσκομαι: μέλ. -άσομαι [ᾰ], Επικ. -άσσομαι, αποθ., εξιλεώνω, εξευμενίζω, με Χρησμ. παρά Ηρόδ., Ξεν.