κυβερνητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυβερνητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυβερνητήρ]]<br />[[κυβερνητικός]].
|mltxt=[[κυβερνητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυβερνητήρ]]<br />[[κυβερνητικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήριος Medium diacritics: κυβερνητήριος Low diacritics: κυβερνητήριος Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kybernētḗrios Transliteration B: kybernētērios Transliteration C: kyvernitirios Beta Code: kubernhth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.

German (Pape)

[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.

Greek Monolingual

κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.

Greek Monotonic

κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.