κατακαίριος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακαίριος]], -ον (Α)<br />[[καίριος]]. | |mltxt=[[κατακαίριος]], -ον (Α)<br />[[καίριος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακαίριος:''' -ον = [[καίριος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = καίριος, Il.11.439, AP9.227 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1351] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
Greek (Liddell-Scott)
κατακαίριος: -ον, = καίριος, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 439, Ἀνθ. Π. 9. 227.
English (Autenrieth)
(καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.
Greek Monolingual
κατακαίριος, -ον (Α)
καίριος.
Greek Monotonic
κατακαίριος: -ον = καίριος, σε Ανθ.