σκυλοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυλοδέσφης]], ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]] («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' [[ἔργον]], χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] (τὸ) «[[δέρμα]] ζώου» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέσφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]] «[[κατεργάζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
|mltxt=και [[σκυλοδέσφης]], ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]] («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' [[ἔργον]], χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] (τὸ) «[[δέρμα]] ζώου» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέσφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]] «[[κατεργάζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῠλοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, <i>ὁ</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:37, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλοδέψης Medium diacritics: σκυλοδέψης Low diacritics: σκυλοδέψης Capitals: ΣΚΥΛΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skylodépsēs Transliteration B: skylodepsēs Transliteration C: skylodepsis Beta Code: skulode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (δέφω, δέψω)

   A tanner of hides, Ar.Av.490, Ec.420.

German (Pape)

[Seite 907] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ, (δέφω, δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε σκυλαδέψης, -ος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur.
Étymologie: σκύλος, δέψω.

Greek Monolingual

και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, , σε Δημ.