ἐπιμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμελητικός]], -ή, -όν (Α) [[επιμελητής]]<br /><b>1.</b> ο [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιμελητική</i>, <i>τὸ ἐπιμελητικόν</i><br />η [[επιμέλεια]], η [[φροντίδα]].
|mltxt=[[ἐπιμελητικός]], -ή, -όν (Α) [[επιμελητής]]<br /><b>1.</b> ο [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιμελητική</i>, <i>τὸ ἐπιμελητικόν</i><br />η [[επιμέλεια]], η [[φροντίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητικός Medium diacritics: ἐπιμελητικός Low diacritics: επιμελητικός Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epimelētikós Transliteration B: epimelētikos Transliteration C: epimelitikos Beta Code: e)pimelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt.275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.

Greek Monotonic

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.