κλυτοτέχνης: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτοτέχνης]], ο (Α)<br />[[διάσημος]] [[τεχνίτης]] («τοῖσιν δ' [[Ἥφαιστος]] [[κλυτοτέχνης]] ἦρχ' ἀγορεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>χειρο</i>-<i>τέχνης</i>]. | |mltxt=[[κλυτοτέχνης]], ο (Α)<br />[[διάσημος]] [[τεχνίτης]] («τοῖσιν δ' [[Ἥφαιστος]] [[κλυτοτέχνης]] ἦρχ' ἀγορεύειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>χειρο</i>-<i>τέχνης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλῠτοτέχνης:''' -ου, ὁ ([[τέχνη]]), [[διάσημος]] για την [[τέχνη]] του, διακεκριμένος, αναγνωρισμένος [[καλλιτέχνης]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A famous for his art, epith. of Hephaestus, Il.1.571, 18.143, Od.8.286.
German (Pape)
[Seite 1457] ὁ, durch schöne Werke berühmt, berühmter Künstler; Hephästus, Il. 1, 571 u. öfter; – Eust. 1148, 57 leitet davon auch das adj. κλυτοτεχνικός ab.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ περὶ τὴν χαλκευτικὴν τέχνην ἔνδοξος, ὡς τὸ κλυτοεργός, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 571., Σ. 143, Ὀδ. Θ. 286· ― οὕτω κλυτοτεχνικός, ή, όν· διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν, διὰ τὴν ἐν τῇ τέχνῃ δόξαν αὐτοῦ, Εὐστ. 1148. 57.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
renommé pour son talent, fameux par son habileté.
Étymologie: κλυτός, τέχνη.
English (Autenrieth)
famous in art, renowned artificer, epithet of Hephaestus.
Greek Monolingual
κλυτοτέχνης, ο (Α)
διάσημος τεχνίτης («τοῖσιν δ' Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ' ἀγορεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. γλωσσο-τέχνης, χειρο-τέχνης].
Greek Monotonic
κλῠτοτέχνης: -ου, ὁ (τέχνη), διάσημος για την τέχνη του, διακεκριμένος, αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, σε Όμηρ.