κορυνηφόρος: Difference between revisions
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[κορυνηφόρος]] και [[κορυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[κορύνη]], [[ροπαλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κορυνηφόροι</i><br />α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου<br />β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη [[Σικυώνα]] υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό [[κορύνη]]<br />γ) αστυνομικό [[σώμα]] στην Αντιόχεια του Ορόντη<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Πριάπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορύνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |mltxt=-ο (Α [[κορυνηφόρος]] και [[κορυνοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[κορύνη]], [[ροπαλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κορυνηφόροι</i><br />α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου<br />β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη [[Σικυώνα]] υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό [[κορύνη]]<br />γ) αστυνομικό [[σώμα]] στην Αντιόχεια του Ορόντη<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Πριάπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορύνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as Subst., κ., οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66. II peasants at Sicyon, Poll.3.83.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.