Σικυώνα

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η / Σικυών, -ῶνος, ΝΑ
αρχαιολ. πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα της Σικυωνίας, χώρας που βρισκόταν σε απόσταση 25 περίπου χιλιομέτρων δυτικά της Κορίνθου
αρχ.
(ως προσηγορ. και κυρίως στη φρ.) «γῆ σικυών» — η Σικυωνία (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σικύα / σίκυος + επίθημα -ών (πρβλ. σικυώνας)].