ἐλασᾶς: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐλασᾱς, ο (Α)<br />όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ἐλασᾱς, ο (Α)<br />όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλασᾶς:''' ὁ, άγνωστο [[πτηνό]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλασᾶς Medium diacritics: ἐλασᾶς Low diacritics: ελασάς Capitals: ΕΛΑΣΑΣ
Transliteration A: elasâs Transliteration B: elasas Transliteration C: elasas Beta Code: e)lasa=s

English (LSJ)

ὁ, an unknown

   A bird, Ar.Av.886.

German (Pape)

[Seite 789] ᾶντος, ὁ, erdichteter Vogelname, Ar. Av. 886.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλασᾶς: ὁ, ἄγνωστόν τι πτηνόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886.

French (Bailly abrégé)

ᾶ (ὁ) :
sorte d’oiseau inconnu, Ar. Av. 886.
Étymologie: DELG ἐλαύνω « le chasseur » (créé par Ar. plutôt qu’appartenant à la langue).

Spanish (DGE)

-ᾶ, ὁ
orn., quizá cerceta Ar.Au.886.

• Etimología: De origen pregriego.

Greek Monolingual

ἐλασᾱς, ο (Α)
όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐλασᾶς: ὁ, άγνωστο πτηνό, σε Αριστοφ.