φορολόγος: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εισπράττει τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εισπράττει τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φορολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.
German (Pape)
[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].
Greek Monotonic
φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.