δύστονος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[δυστονία]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από μυϊκή [[δυστονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύστονος]], -ον (Α)<br />[[αξιοθρήνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[δυστονία]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από μυϊκή [[δυστονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύστονος]], -ον (Α)<br />[[αξιοθρήνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστονος Medium diacritics: δύστονος Low diacritics: δύστονος Capitals: ΔΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: dýstonos Transliteration B: dystonos Transliteration C: dystonos Beta Code: du/stonos

English (LSJ)

ον, (στένω)

   A lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.———————— (II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.