ἐπίρρητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρητος]], -ον (Α) [[ρητός]]<br />δυσφημημένος, με [[κακό]] όνομα, [[διαβόητος]] («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιρρήτως</i><br />με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
|mltxt=[[ἐπίρρητος]], -ον (Α) [[ρητός]]<br />δυσφημημένος, με [[κακό]] όνομα, [[διαβόητος]] («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιρρήτως</i><br />με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρητος:''' -ον, [[επαίσχυντος]], [[επονείδιστος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρητος Medium diacritics: ἐπίρρητος Low diacritics: επίρρητος Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: epírrētos Transliteration B: epirrētos Transliteration C: epirritos Beta Code: e)pi/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139.    II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.

Greek Monolingual

ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.

Greek Monotonic

ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.