κισσάω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />désirer passionnément, <i>gén. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[κίσσα]].
|btext=-ῶ :<br />désirer passionnément, <i>gén. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[κίσσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κισσάω:''' Αττ. κιττ-, μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω όρεξη για περίεργο [[φαγητό]], λέγεται για εγκύους· μεταφ., <i>κ. τῆς εἰρήνης</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να κάνω [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσάω Medium diacritics: κισσάω Low diacritics: κισσάω Capitals: ΚΙΣΣΑΩ
Transliteration A: kissáō Transliteration B: kissaō Transliteration C: kissao Beta Code: kissa/w

English (LSJ)

Att. κιττ-, (

   A κίσσα 11) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422; κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36: metaph., κ. τῆς εἰρήνης Ar.Pax 497 (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V.349 (cf. Sch.); ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ Longus 4.33.    II Act., conceive, LXX Ps.50(51).7.

German (Pape)

[Seite 1442] att. κιττάω, das heftige Gelüst schwangerer Frauen nach besonderen, oft widernatürlichen Speisen haben, τινός; Ath. IX, 372 a; Arist. H. A. 7, 4 u. A.; übh. wonach lüstern sein, heftig verlangen, τῆς εἰρήνης Ar. Pax 4971 c. infin., Vesp. 349.

Greek (Liddell-Scott)

κισσάω: Ἀττ. κιττ-: μέλλ. -ήσω: (κίσσα ΙΙ)· ― ἔχω ὄρεξιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητά, ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 6, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 35· κ. γηθυλλίδος Ἀθήν. 372Α· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης Ἀριστοφ. Εἰρ. 497· μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ σφόδρα νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Σφ. 349.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
désirer passionnément, gén. ou inf..
Étymologie: κίσσα.

Greek Monotonic

κισσάω: Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.