Λητώ: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[Leto]] ([[Latona]]), [[mother]] of [[Apollo]] and [[Artemis]], Od. 11.580, Il. 1.9; epith., [[ἐρικῦδής]], [[ἠύκομος]], [[καλλιπάρῃος]]. | |auten=[[Leto]] ([[Latona]]), [[mother]] of [[Apollo]] and [[Artemis]], Od. 11.580, Il. 1.9; epith., [[ἐρικῦδής]], [[ἠύκομος]], [[καλλιπάρῃος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λητώ:''' Δωρ. Λᾱτώ, ἡ, γεν. <i>Λατόος</i>, συνηρ. <i>Λατοῦς</i>, δοτ. <i>Λητοῖ</i>, η [[Λητώ]], Λατ. [[Latona]], [[μητέρα]] του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. Λᾱτώ, όος, contr. οῦς, ἡ, Leto, mother of Apollo and Artemis, Il.21.497, Hes.Th.406, cf. 918, al.; on the accent of the acc. sg., v. Hdn.Gr.2.33; voc.
A Λητοῖ Il.21.498, h.Ap.14, 62. (Dor. uncontr.acc. Λητόα Tyrannio ap.Sch.Gen.Il.21.497):—Adj. Λητῷος, α, ον, of or born from Leto, κόρη A.Fr.170, S.El.570; Dor. Λᾱτῴα AP 6.280:—fem. also Λητωῐάς, άδος, Call.Dian.83, Opp.C.1.109, etc.; and Λητωΐς, Dor. Λᾱτ-, ΐδος, AP6.272 (Pers.), A.R.2.938. II Λητῷον, τό, temple of L., Arist.EE1214a2, Str.14.3.6. III Λητῷα, τά, festival in honour of L., IG11(2).161 A 93 (Delos, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
Λητώ: Δωρ. Λᾱτώ, όος, συνῃρ. οῦς, ἡ, Λατ. Latona, μήτηρ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὅμ.· θυγάτηρ τοῦ Κοίου καὶ τῆς Φοίβης, Ἡσ. Θ. 406, πρβλ. 918, κ. ἀλλ., ὅστις πλὴν τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. Λητὼ μεταχειρίζεται μόνον τὴν συνῃρ. γεν. Λητοῦς, δοτ. Λητοῖ· κλητ. Λητοῖ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 14. 62.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Lêtô (Latone) mère d’Apollon et d’Artémis.
English (Autenrieth)
Leto (Latona), mother of Apollo and Artemis, Od. 11.580, Il. 1.9; epith., ἐρικῦδής, ἠύκομος, καλλιπάρῃος.
Greek Monotonic
Λητώ: Δωρ. Λᾱτώ, ἡ, γεν. Λατόος, συνηρ. Λατοῦς, δοτ. Λητοῖ, η Λητώ, Λατ. Latona, μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Όμηρ.