θοινάζω: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]].
|mltxt=[[θοινάζω]] (Α) [[θοίνη]]<br />σπάν. τ. του [[θοινώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοινάζω:''' = [[θοινάω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινάζω Medium diacritics: θοινάζω Low diacritics: θοινάζω Capitals: ΘΟΙΝΑΖΩ
Transliteration A: thoinázō Transliteration B: thoinazō Transliteration C: thoinazo Beta Code: qoina/zw

English (LSJ)

rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.

German (Pape)

[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.

French (Bailly abrégé)

c. θοινάω.

Greek Monolingual

θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.

Greek Monotonic

θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.