ζωμίδιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωμίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[ζωμός]]) [[ζουμάκι]].
|mltxt=[[ζωμίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[ζωμός]]) [[ζουμάκι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[ζωμός]], [[λίγος]] [[ζωμός]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμίδιον Medium diacritics: ζωμίδιον Low diacritics: ζωμίδιον Capitals: ΖΩΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: zōmídion Transliteration B: zōmidion Transliteration C: zomidion Beta Code: zwmi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ζωμός,

   A a little sauce, Ar.Nu.389.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais bouillon, petit potage.
Étymologie: ζωμός.

Greek Monolingual

ζωμίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζωμός) ζουμάκι.

Greek Monotonic

ζωμίδιον: τό, υποκορ. του ζωμός, λίγος ζωμός, σε Αριστοφ.