τεσσαρεσκαιδεκέτης: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τεσσαρακαιδεκέτης]] και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και [[τεσσαρεσκαιδεκαέτις]], -ιδος, Α<br />ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεσσαρεσκαίδεκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεσσαρακοντα</i>-[[έτης]]].
|mltxt=και [[τεσσαρακαιδεκέτης]] και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και [[τεσσαρεσκαιδεκαέτις]], -ιδος, Α<br />ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεσσαρεσκαίδεκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεσσαρακοντα</i>-[[έτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

English (LSJ)

ες,

   A fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. τεσσαρεσκαιδεκαέτης.
Étymologie: τεσσαρεσκαίδεκα, ἔτος.

Greek Monolingual

και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, -ιδος, Α
ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. τεσσαρακοντα-έτης].

Greek Monotonic

τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.