ὑλακόμωρος: Difference between revisions
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διαρκώς γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] «[[γάβγισμα]]», τ. σχηματισμένος πιθ. [[χάριν]] αστεϊσμού [[κατά]] τα <i>ἐγχεσί</i>- <i>μωρο</i>, <i>ἰό</i>-<i>μωροι</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διαρκώς γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] «[[γάβγισμα]]», τ. σχηματισμένος πιθ. [[χάριν]] αστεϊσμού [[κατά]] τα <i>ἐγχεσί</i>- <i>μωρο</i>, <i>ἰό</i>-<i>μωροι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A always barking, howling, κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. Nonn.D.36.197. (For the ending -μωρος, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος.) [ῡ in dact. verse.]
German (Pape)
[Seite 1176] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Ueber die Ableitung s. ἐγχεσίμωρος. – [Υ in der Vershebung lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑλᾰκόμωρος: -ον, ὁ ὑλακτικός, ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 (ἔνθα ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cesse d’aboyer.
Étymologie: ὑλακή, μωρός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διαρκώς γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί- μωρο, ἰό-μωροι].
Greek Monotonic
ὑλᾰκόμωρος: -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.