κακόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[γλώσσα]], [[κακολόγος]], [[κουτσομπόλης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα [[λόγια]] της [[κακό]] στον εαυτό της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βοή [[κακόγλωσσος]]» — [[κραυγή]] που προμηνύει [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόγλωσσος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[γλώσσα]], [[κακολόγος]], [[κουτσομπόλης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα [[λόγια]] της [[κακό]] στον εαυτό της<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βοή [[κακόγλωσσος]]» — [[κραυγή]] που προμηνύει [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που ξεστομίζει [[κακά]], <i>βοὴ κ</i>., [[κραυγή]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγλωσσος Medium diacritics: κακόγλωσσος Low diacritics: κακόγλωσσος Capitals: ΚΑΚΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kakóglōssos Transliteration B: kakoglōssos Transliteration C: kakoglossos Beta Code: kako/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A ill-tongued, βοὴ κ. a cry of misery, E.Hec.661.    II bringing evil [on oneself] by one's tongue, of Niobe, Call.Del.96.

German (Pape)

[Seite 1299] von böser, Unglück redender Zunge; βοή, Unglücksklagen, Eur. Hec. 661; Νιόβη, die zu ihrem Unglück gesprochen, Callim. Del. 96; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγλωσσος: -ον, κακόγλωσσος βοή, κραυγὴ δυστυχίας, Εὐρ. Ἑκ. 661. ΙΙ. ἐπιφέρων κακὸν (εἰς ἑαυτὸν) διὰ τῆς γλώσσης του, λαλῶν πρὸς ἰδίαν αὑτοῦ βλάβην, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Καλλ. εἰς Δῆλον 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui annonce un malheur.
Étymologie: κακός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει κακή γλώσσα, κακολόγος, κουτσομπόλης
αρχ.
1. (για τη Νιόβη) αυτή που φέρνει με τα λόγια της κακό στον εαυτό της
2. φρ. «βοή κακόγλωσσος» — κραυγή που προμηνύει κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ελευθερό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Greek Monotonic

κᾰκόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που ξεστομίζει κακά, βοὴ κ., κραυγή δυστυχίας, σε Ευρ.