λεχώϊος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεχώϊος]], -ον θηλ. και [[λεχωϊάς]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεχώος]]. | |mltxt=[[λεχώϊος]], -ον θηλ. και [[λεχωϊάς]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεχώος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεχώϊος:''' -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[λεχώνα]], <i>δῶραλεχώϊα</i>, δώρα που προσφέρονται στη [[λεχώνα]] κατά τον τοκετό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (λεχώ)
A of or belonging to childbed, A.R.2.1014; λ. δῶρα presents made at the birth, AP7.166 (Diosc. or Nicarch.). II neut. as Subst., Ρείης . . λεχώϊον the place where Rhea bare her child, Call.Jov.14.
German (Pape)
[Seite 37] die Kindbetterinn betreffend; λοετρά, Ap. Rh. 2, 1014; κόραι τῇ παιδὶ λεχώϊα δῶρα φέρουσαι, Diosc. (VII, 166); Ῥείης λεχώϊον, der Ort wo Rhea niederkam, Callim. Iov. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne les accouchements ou les femmes qui accouchent.
Étymologie: λεχώ.
Greek Monolingual
λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.
Greek Monotonic
λεχώϊος: -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε λεχώνα, δῶραλεχώϊα, δώρα που προσφέρονται στη λεχώνα κατά τον τοκετό, σε Ανθ.