καθευδητέον: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθευδητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D. | |lstext='''καθευδητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθευδητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must sleep, Pl.Phdr.259d.
Greek (Liddell-Scott)
καθευδητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D.
Greek Monotonic
καθευδητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.