Κῦρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Cyrus :<br /><b>1</b> n. d’h;<br /><b>2</b> fl. d’Arménie.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ου (ὁ) :<br />Cyrus :<br /><b>1</b> n. d’h;<br /><b>2</b> fl. d’Arménie.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κῦρος:''' ὁ, ο Κύρος·<br /><b class="num">1.</b> ὁ [[πρότερος]], ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[νεώτερος]], ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῦρος Medium diacritics: Κῦρος Low diacritics: Κύρος Capitals: ΚΥΡΟΣ
Transliteration A: Kŷros Transliteration B: Kyros Transliteration C: Kyros Beta Code: *ku=ros

English (LSJ)

ὁ, Cyrus:    1 ὁ πρότερος, the elder Cyrus, Hdt.1.46, etc.    2 ὁ νεώτερος, the brother of Artaxerxes, X.An.1.1.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κῦρος: ὁ, 1) ὁ πρότερος, ὁ πρεσβύτερος, ὁ μέγας Κῦρος, Ἡρόδ., κτλ. 2) ὁ νεώτερος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀρταξέρξου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 1, κτλ.· ― οἱ Κύρειοι, οἱ Ἕλληνες οἱ παρὰ τῷ Κύρῳ πρότερον ὑπηρετήσαντες, ὁ αὐτο. ἐν Ἑλλ. 3. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cyrus :
1 n. d’h;
2 fl. d’Arménie.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Κῦρος: ὁ, ο Κύρος·
1.πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ.
2.νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.