ὑπερύψηλος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερύψηλος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑψηλός]]<br />[[πανύψηλος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[πετά]] [[ψηλά]].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερύψηλος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑψηλός]]<br />[[πανύψηλος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[πετά]] [[ψηλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερύψηλος:''' -ον, υπερβολικά ψηλός, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:53, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερύψηλος Medium diacritics: ὑπερύψηλος Low diacritics: υπερύψηλος Capitals: ΥΠΕΡΥΨΗΛΟΣ
Transliteration A: hyperýpsēlos Transliteration B: hyperypsēlos Transliteration C: yperypsilos Beta Code: u(peru/yhlos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding high, X.An.3.5.7, Arr.An.1.5.12, Ael. VH3.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig hoch; Xen. An. 3, 5, 7; δένδρα D. C. 37, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερύψηλος: -ον, ὑπερβαλλόντως ὑψηλός, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 7, Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 1. 5, κλπ.· μεταφ., ὑψηλὰ πετόμενος, Εὐστ. Πονημ. 184. 70, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement élevé.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψηλός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερύψηλος, -ον, ΝΜΑ ὑψηλός
πανύψηλος
μσν.
αυτός που πετά ψηλά.

Greek Monotonic

ὑπερύψηλος: -ον, υπερβολικά ψηλός, σε Ξεν.