ἰθυδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰθυδρόμος]], -ον (Α)<br />ευθυδρόμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημερο</i>-[[δρόμος]], <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]]. | |mltxt=[[ἰθυδρόμος]], -ον (Α)<br />ευθυδρόμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ημερο</i>-[[δρόμος]], <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰθυδρόμος:''' [ῑ], -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε [[ευθεία]] [[κίνηση]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.
Greek Monotonic
ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.