ταινιόπωλις: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώλιδος, ἡ, Α<br />αυτή που πουλά ταινίες, [[δηλαδή]] ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταινία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλις</i>, θηλ. του -[[πώλης]]]. | |mltxt=-ώλιδος, ἡ, Α<br />αυτή που πουλά ταινίες, [[δηλαδή]] ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταινία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλις</i>, θηλ. του -[[πώλης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταινιόπωλις:''' ἡ, [[πωλητής]], [[έμπορος]] <i>ταινιῶν</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.
German (Pape)
[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.
Greek Monolingual
-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].