ἐξεφίημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεφίημι''': [[ἐφίημι]]: - Μέσ., ἐξεφίεμαι, ἐντέλλομαι, μετ’ ἀπαρ., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται Σοφ. Αἴ. 795, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1468.
|lstext='''ἐξεφίημι''': [[ἐφίημι]]: - Μέσ., ἐξεφίεμαι, ἐντέλλομαι, μετ’ ἀπαρ., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται Σοφ. Αἴ. 795, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1468.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεφίημι:''' επιτετ. αντί [[ἐφίημι]] — Μέσ., [[ἐξεφίεμαι]], διατάζομαι, [[εντέλλομαι]], προστάζομαι, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεφίημι Medium diacritics: ἐξεφίημι Low diacritics: εξεφίημι Capitals: ΕΞΕΦΙΗΜΙ
Transliteration A: exephíēmi Transliteration B: exephiēmi Transliteration C: eksefiimi Beta Code: e)cefi/hmi

English (LSJ)

   A = ἐφίημι:—only Med. ἐξεφίεμαι, enjoin, command, c. inf., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται S.Aj.795, cf. E.IT1468.

German (Pape)

[Seite 880] (s. ἵημι), = ἐφίημι, med., auftragen, befehlen; Soph. Ai. 782 Eur. I. T. 1468.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεφίημι: ἐφίημι: - Μέσ., ἐξεφίεμαι, ἐντέλλομαι, μετ’ ἀπαρ., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται Σοφ. Αἴ. 795, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1468.

Greek Monotonic

ἐξεφίημι: επιτετ. αντί ἐφίημι — Μέσ., ἐξεφίεμαι, διατάζομαι, εντέλλομαι, προστάζομαι, σε Σοφ., Ευρ.