εντέλλομαι
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
(AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω)
δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῖσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῖσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» — τους έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» — έξοδα υπηρεσίας, για την έγκριση τών οποίων απαιτείται ειδική εντολή
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εντεταλμένος, -η, -ο
αυτός στον οποίο έχει δοθεί εντολή για την εκπλήρωση αποστολής ή την εκτέλεση υπηρεσίας («εντεταλμένος αντιπρόσωπος», «εντεταλμένος υφηγητής»)
αρχ.
(μτχ. ουδ. παθ. παρακμ.) τὰ ἐντεταλμένα
τα διαταχθέντα, οι εντολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό το ρ. τέλλομαι (βλ. τέλλω)].