ἐξεφίημι
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
= ἐφίημι:—only Med. ἐξεφίεμαι, enjoin, command, c. inf., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται S.Aj.795, cf. E.IT1468.
German (Pape)
[Seite 880] (s. ἵημι), = ἐφίημι, med., auftragen, befehlen; Soph. Ai. 782 Eur. I. T. 1468.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεφίημι: ἐφίημι: - Μέσ., ἐξεφίεμαι, ἐντέλλομαι, μετ’ ἀπαρ., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται Σοφ. Αἴ. 795, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1468.
Greek Monotonic
ἐξεφίημι: επιτετ. αντί ἐφίημι — Μέσ., ἐξεφίεμαι, διατάζομαι, εντέλλομαι, προστάζομαι, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
strengthened for ἐφίημι Mid. ἐξεφίεμαι
to enjoin, command, Soph., Eur.