ἡγεμόνευμα: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμόνευμα]] και [[ἁγεμόνευμα]], το (Α) [[ηγεμονεύω]]<br /><b>1.</b> [[ηγεμονία]], [[αρχηγία]]<br /><b>2.</b> (με δοτ. [[αντί]] του ηγεμών) <b>φρ.</b> «[[ἁγεμόνευμα]] νεκροῑσιν» — [[ηγεμόνας]] [[νεκρών]] (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἡγεμόνευμα]] και [[ἁγεμόνευμα]], το (Α) [[ηγεμονεύω]]<br /><b>1.</b> [[ηγεμονία]], [[αρχηγία]]<br /><b>2.</b> (με δοτ. [[αντί]] του ηγεμών) <b>φρ.</b> «[[ἁγεμόνευμα]] νεκροῑσιν» — [[ηγεμόνας]] [[νεκρών]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡγεμόνευμα:''' -ατος, τό, [[οδηγία]], [[αρχηγία]], [[προβάδισμα]]· [[ἁγεμόνευμα]] νεκροῖσι = ἡγεμὼν νεκρῶν, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμόνευμα Medium diacritics: ἡγεμόνευμα Low diacritics: ηγεμόνευμα Capitals: ΗΓΕΜΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: hēgemóneuma Transliteration B: hēgemoneuma Transliteration C: igemonevma Beta Code: h(gemo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A leading: but in E.Ph.1492 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι, = ἡγεμὼν νεκρῶν, cf. Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, die Anführung, Leitung, bei Eur. Phoen. 1501 nennt sich Antigone ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον, Schol. προηγήτειραν τῶν νεκρῶν, in den Tod vorangehend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμόνευμα: τό, ὁδηγία, ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμών νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) ηγεμονεύω
1. ηγεμονία, αρχηγία
2. (με δοτ. αντί του ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» — ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἡγεμόνευμα: -ατος, τό, οδηγία, αρχηγία, προβάδισμα· ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμὼν νεκρῶν, σε Ευρ.