ὑποχαροπός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑποχαροπός]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑποχαροπός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχᾰροπός:''' -όν, κάπως [[σπιρτόζος]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχᾰροπός Medium diacritics: ὑποχαροπός Low diacritics: υποχαροπός Capitals: ΥΠΟΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypocharopós Transliteration B: hypocharopos Transliteration C: ypocharopos Beta Code: u(poxaropo/s

English (LSJ)

όν,

   A rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.

Greek Monolingual

-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.

Greek Monotonic

ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.