μαζίσκη: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαζίσκη]], ἡ (ΑM) [[μᾱζα]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[μάζα]], [[μικρός]] [[σβώλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[ζυμαρικό]] από κριθαρένιο [[αλεύρι]].
|mltxt=[[μαζίσκη]], ἡ (ΑM) [[μᾱζα]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[μάζα]], [[μικρός]] [[σβώλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[ζυμαρικό]] από κριθαρένιο [[αλεύρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαζίσκη:''' ἡ, υποκορ. του [[μᾶζα]], [[γλύκισμα]] από [[κριθάρι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζίσκη Medium diacritics: μαζίσκη Low diacritics: μαζίσκη Capitals: ΜΑΖΙΣΚΗ
Transliteration A: mazískē Transliteration B: maziskē Transliteration C: maziski Beta Code: mazi/skh

English (LSJ)

ἡ, = foreg.,

   A barley-scone, Ar.Eq.1105, 1166.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galette d’orge.
Étymologie: μᾶζα.

Greek Monolingual

μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.

Greek Monotonic

μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.