πυρναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />[[κατάλληλος]] για [[βρώση]], [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύρνος]] ή [[πύρνον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />[[κατάλληλος]] για [[βρώση]], [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύρνος]] ή [[πύρνον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυρναῖος:''' -α, -ον ([[πύρνον]]), [[κατάλληλος]] για [[βρώση]], [[βρώσιμος]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρναῖος Medium diacritics: πυρναῖος Low diacritics: πυρναίος Capitals: ΠΥΡΝΑΙΟΣ
Transliteration A: pyrnaîos Transliteration B: pyrnaios Transliteration C: pyrnaios Beta Code: purnai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).

German (Pape)

[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.

Greek (Liddell-Scott)

πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d’autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.