συγκαταιρέω: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> [[συγκαθαιρέω]]. | |btext=<i>ion. c.</i> [[συγκαθαιρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαταιρέω:''' Ιων. αντί [[συγκαθαιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. συγκαθαιρέω.
German (Pape)
[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκαθαιρέω.
Greek Monotonic
συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.