προθαλής: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]] «[[βλαστάνω]]»)].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]] «[[βλαστάνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει [[νωρίς]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθᾰλής Medium diacritics: προθαλής Low diacritics: προθαλής Capitals: ΠΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: prothalḗs Transliteration B: prothalēs Transliteration C: prothalis Beta Code: proqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω)

   A early growing, precocious, h.Cer.241.

German (Pape)

[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.

Greek (Liddell-Scott)

προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].

Greek Monotonic

προθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει νωρίς, σε Ομηρ. Ύμν.