ἐκπεπληγμένως: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>βλ.</b> <i>εκπλήττω</i>. | |mltxt=<b>βλ.</b> <i>εκπλήττω</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπεπληγμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπλήσσω]], μέσα σε [[κατάσταση]] πανικού, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., διακεῖσθαι to be in a state
A of panic, D.Prooem. 39.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐ. διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.
Greek Monolingual
βλ. εκπλήττω.
Greek Monotonic
ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.