εἰδήμων: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[experto]], [[entendido]], [[conocedor]] c. gen. Στοϊκῶν μύθων Ath.<i>SHell</i>.226, τόσης ... τέχνης <i>AP</i> 9.505b, cf. Vett.Val.387.9, πολλῶν τεχνῶν καὶ μάλιστα μουσικῆς Heph.Astr.<i>Epit</i>.4.1.140, πάσης ἀρετῆς <i>IG</i> 14.888 (Campania III d.C.?), τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου Clem.Al.<i>Strom</i>.1.22.149, cf. S.E.<i>M</i>.1.79, τῶν κατ' οὐρανὸν μαθήματων Eus.<i>PE</i> 11.6.25<br /><b class="num">•</b>sin rég. [[sabio]], [[entendido]], [[competente]] Κάδμος Nonn.<i>D</i>.1.374, ὁ γὰρ «[[εἰδήμων]]» ὑπομόχθηρον por op. [[εἰδώς]] Poll.9.151<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ εἰ. [[persona o trabajador competente]] τεχνῖται καὶ εἰδήμονες <i>PBeatty Panop</i>.1.343 (III d.C.), cf. <i>Melit.Fr.Pap</i>.60.51.<br /><b class="num">2</b> adv. -όνως [[de forma experta]], [[con conocimiento]] εἰ. τὰ προσήκοντα τοῖς ἀγῶσιν ἐπιτελεῖν <i>Gerasa</i> 192.15 (II d.C.), καὶ ἐπιτηδευθῇ εἰ. εἰς ἡδονὴν ἀκοῆς σώφρονα Hermog.<i>Meth</i>.13, εἰ. προεστάναι τοῦ ἔργου enfrentarse a una obra críticamente</i> Vett.Val.334.18, cf. Hsch., γυμνάζων εἰ. Eust.1291.4. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[experto]], [[entendido]], [[conocedor]] c. gen. Στοϊκῶν μύθων Ath.<i>SHell</i>.226, τόσης ... τέχνης <i>AP</i> 9.505b, cf. Vett.Val.387.9, πολλῶν τεχνῶν καὶ μάλιστα μουσικῆς Heph.Astr.<i>Epit</i>.4.1.140, πάσης ἀρετῆς <i>IG</i> 14.888 (Campania III d.C.?), τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου Clem.Al.<i>Strom</i>.1.22.149, cf. S.E.<i>M</i>.1.79, τῶν κατ' οὐρανὸν μαθήματων Eus.<i>PE</i> 11.6.25<br /><b class="num">•</b>sin rég. [[sabio]], [[entendido]], [[competente]] Κάδμος Nonn.<i>D</i>.1.374, ὁ γὰρ «[[εἰδήμων]]» ὑπομόχθηρον por op. [[εἰδώς]] Poll.9.151<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ εἰ. [[persona o trabajador competente]] τεχνῖται καὶ εἰδήμονες <i>PBeatty Panop</i>.1.343 (III d.C.), cf. <i>Melit.Fr.Pap</i>.60.51.<br /><b class="num">2</b> adv. -όνως [[de forma experta]], [[con conocimiento]] εἰ. τὰ προσήκοντα τοῖς ἀγῶσιν ἐπιτελεῖν <i>Gerasa</i> 192.15 (II d.C.), καὶ ἐπιτηδευθῇ εἰ. εἰς ἡδονὴν ἀκοῆς σώφρονα Hermog.<i>Meth</i>.13, εἰ. προεστάναι τοῦ ἔργου enfrentarse a una obra críticamente</i> Vett.Val.334.18, cf. Hsch., γυμνάζων εἰ. Eust.1291.4. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰδήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (*[[εἴδω]] Β), αυτός που γνωρίζει ή είναι [[ειδικός]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A acquainted with or expert in a thing, τινός D.L.6.14, AP 9.505.4, IG14.885 (Suessa), S.E.M.1.79. Adv. -νως Hermog.Meth. 13, Vett.Val.348.19, Hsch.
German (Pape)
[Seite 723] ον, wissend, kundig, erfahren, τινός; D. L. 6, 14; Anth. IX, 505; von Poll. 5, 144 u. 9, 151 als schlechtes Wort getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδήμων: -ον, γεν. ονος, γνωρίζων ἢ ἔμπειρος, γνώστης, τινὸς Διογ. Λ. 6. 14, Ἀνθ. Π. 9. 505. παράρτ. 354.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
savant, instruit.
Étymologie: *εἴδω.
Spanish (DGE)
-ον
1 experto, entendido, conocedor c. gen. Στοϊκῶν μύθων Ath.SHell.226, τόσης ... τέχνης AP 9.505b, cf. Vett.Val.387.9, πολλῶν τεχνῶν καὶ μάλιστα μουσικῆς Heph.Astr.Epit.4.1.140, πάσης ἀρετῆς IG 14.888 (Campania III d.C.?), τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου Clem.Al.Strom.1.22.149, cf. S.E.M.1.79, τῶν κατ' οὐρανὸν μαθήματων Eus.PE 11.6.25
•sin rég. sabio, entendido, competente Κάδμος Nonn.D.1.374, ὁ γὰρ «εἰδήμων» ὑπομόχθηρον por op. εἰδώς Poll.9.151
•subst. ὁ εἰ. persona o trabajador competente τεχνῖται καὶ εἰδήμονες PBeatty Panop.1.343 (III d.C.), cf. Melit.Fr.Pap.60.51.
2 adv. -όνως de forma experta, con conocimiento εἰ. τὰ προσήκοντα τοῖς ἀγῶσιν ἐπιτελεῖν Gerasa 192.15 (II d.C.), καὶ ἐπιτηδευθῇ εἰ. εἰς ἡδονὴν ἀκοῆς σώφρονα Hermog.Meth.13, εἰ. προεστάναι τοῦ ἔργου enfrentarse a una obra críticamente Vett.Val.334.18, cf. Hsch., γυμνάζων εἰ. Eust.1291.4.
Greek Monotonic
εἰδήμων: -ον, γεν. -ονος (*εἴδω Β), αυτός που γνωρίζει ή είναι ειδικός σε κάτι, τινός, σε Ανθ.