καμασῆνες: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>, <i>πέτα</i>-<i>σος</i>). Ο τ. [[καμασῆνες]] συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>š</i><i>ā</i><i>mas</i>, λετον. <i>sams</i>, ρωσ. <i>som</i> και με τη λ. [[κάμαξ]].
|mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>, <i>πέτα</i>-<i>σος</i>). Ο τ. [[καμασῆνες]] συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>š</i><i>ā</i><i>mas</i>, λετον. <i>sams</i>, ρωσ. <i>som</i> και με τη λ. [[κάμαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰμᾰσῆνες:''' -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. [[λέξη]]).
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰσῆνες Medium diacritics: καμασῆνες Low diacritics: καμασήνες Capitals: ΚΑΜΑΣΗΝΕΣ
Transliteration A: kamasē̂nes Transliteration B: kamasēnes Transliteration C: kamasines Beta Code: kamash=nes

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A fish, Emp.72, 74; a special kind of fish, AP11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923.

German (Pape)

[Seite 1316] οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, εἶδος ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 11. 20· ἀλλὰ παρὰ Ἐμπεδ. 235, 285, ἐπὶ ἰχθύων ἐν γένει.

Greek Monolingual

καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)
1. ονομασία των ψαριών
2. είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπα-σος, πέτα-σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ.

Greek Monotonic

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. λέξη).