ἀντίγραμμα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίγραμμα]], το (Α)<br />[[αντίγραφο]]. | |mltxt=[[ἀντίγραμμα]], το (Α)<br />[[αντίγραφο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίγραμμα:''' -ατος, τό = [[ἀντίγραφον]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A duplicate letter, Luc.Herm.40;=ἀντίγραφον, Gal.17.59.
German (Pape)
[Seite 250] τό, Gegenschrift, Abschrift, Luc. Hermot. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίγραμμα: τό, = ἀντίγραφον, Λουκ. Ἑρμότ. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
duplicado o copia de una carta, Luc.Herm.40
•en plu. copias de tratados de medicina, Gal.17(1).59.
Greek Monolingual
ἀντίγραμμα, το (Α)
αντίγραφο.
Greek Monotonic
ἀντίγραμμα: -ατος, τό = ἀντίγραφον, σε Λουκ.