ἀνόλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνόλεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την [[καταστροφή]]. | |mltxt=[[ἀνόλεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την [[καταστροφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνόλεθρος:''' Επικ. αντί [[ἀνώλεθρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not ruined, having escaped ruin, Il.13.761.
German (Pape)
[Seite 240] 1) nicht zu Grunde gerichtet, dem Verderben entronnen, Il. 13, 761 οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέθρους, vgl. Schol. Aristonic. – 2) akt., nicht verderbend (?), vgl. ἀνώλεθρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόλεθρος: -ον, ὁ μὴ παθὼν ὄλεθρον, ὁ μὴ ἐξολοθρευθείς, Ἰλ. Ν. 761, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἀνώλεθρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas subi de dommage, qui n’a pas péri.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
English (Autenrieth)
untouched by destruction, pl., Il. 13.761†.
Spanish (DGE)
-ον
libre de la ruina τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι ... ἀνολέθρους Il.13.761.
Greek Monolingual
ἀνόλεθρος, -ον (Α)
αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την καταστροφή.
Greek Monotonic
ἀνόλεθρος: Επικ. αντί ἀνώλεθρος.