ἀντιμέτειμι: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιμέτειμι]] (Α)<br />[[επιδιώκω]] κι εγώ το ίδιο [[πράγμα]], [[ανταγωνίζομαι]].
|mltxt=[[ἀντιμέτειμι]] (Α)<br />[[επιδιώκω]] κι εγώ το ίδιο [[πράγμα]], [[ανταγωνίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέτειμι:''' [[ανταγωνίζομαι]], <i>οἱ ἀντιμετιόντες</i>, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτειμι Medium diacritics: ἀντιμέτειμι Low diacritics: αντιμέτειμι Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΕΙΜΙ
Transliteration A: antiméteimi Transliteration B: antimeteimi Transliteration C: antimeteimi Beta Code: a)ntime/teimi

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.

German (Pape)

[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.

Spanish (DGE)

competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.

Greek Monolingual

ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.

Greek Monotonic

ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.