ἀντιμέτειμι: Difference between revisions
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιμέτειμι]] (Α)<br />[[επιδιώκω]] κι εγώ το ίδιο [[πράγμα]], [[ανταγωνίζομαι]]. | |mltxt=[[ἀντιμέτειμι]] (Α)<br />[[επιδιώκω]] κι εγώ το ίδιο [[πράγμα]], [[ανταγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιμέτειμι:''' [[ανταγωνίζομαι]], <i>οἱ ἀντιμετιόντες</i>, ανταγωνιστές, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.
German (Pape)
[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.
French (Bailly abrégé)
part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.
Spanish (DGE)
competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.
Greek Monolingual
ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.
Greek Monotonic
ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.