ἀνεξέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξέργαστος:''' -ον ([[ἐξεργάζομαι]]), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξέργαστος Medium diacritics: ἀνεξέργαστος Low diacritics: ανεξέργαστος Capitals: ΑΝΕΞΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexérgastos Transliteration B: anexergastos Transliteration C: aneksergastos Beta Code: a)nece/rgastos

English (LSJ)

ον,

   A not worked out, unfinished, Luc. Fug.21, Gal.Nat.Fac.2.3.

German (Pape)

[Seite 223] unvollendet, Luc. Fugit. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inachevé.
Étymologie: ἀ, ἐξεργάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον no acabado τὸ ἔργον Luc.Fug.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέργαστος, -ον)
νεοελλ.
ο ανεπεξέργαστος
αρχ.
ο ατελής, ο μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεξέργαστος: -ον (ἐξεργάζομαι), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.